χαιρετιστικός

χαιρετιστικός
-ή, -ό / χαιρετιστικός, -ή, -όν, ΝΜ [χαιρετισμός]
αυτός που αναφέρεται στον χαιρετισμό, που γίνεται για να δηλώσει χαιρετισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαιρετιστικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαιρετιστικοῖς — χαιρετιστικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαιρετιστικοῦ — χαιρετιστικός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαιρετιστική — χαιρετιστικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”